κατηφορίζω — κατηφορίζω, κατηφόρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατηφορίζω — (Μ κατηφορίζω) [κατήφορος] 1. (για έδαφος) είμαι κατηφορικός, είμαι επικλινής, κατεβαίνω («ο λοφίσκος κατηφορίζει σε ρεματιά») 2. βαδίζω σε κατηφορικό δρόμο μσν. μτφ. χειροτερεύω, ξεπέφτω … Dictionary of Greek
καταθέω — (Α) 1. κατηφορίζω τρέχοντας 2. (για πλοία) μπαίνω στο λιμάνι, καταπλέω 3. εισβάλλω, κάνω επιδρομή 4. λεηλατώ με επιδρομές 5. καταδιώκω 6. φέρομαι υβριστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θέω «τρέχω»] … Dictionary of Greek
καταφορίζω — (Μ) βλ. κατηφορίζω … Dictionary of Greek
κατηφόρισμα — το [κατηφορίζω] 1. η πορεία σε κατηφορικό δρόμο 2. κατηφορικός δρόμος, κατηφόρι, κατηφοριά … Dictionary of Greek
κατωφορούμαι — κατωφοροῡμαι, έομαι (Μ) [κατώφορος] φέρομαι προς τα κάτω, κατηφορίζω … Dictionary of Greek
προκαταθέω — Α τρέχω προς τα κάτω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταθέω «κατηφορίζω τρέχοντας»] … Dictionary of Greek
συγκαταθέω — Α εφορμώ μαζί με κάποιον, εισβάλλω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταθέω «κατηφορίζω τρέχοντας, εισβάλλω, κάνω επιδρομή»] … Dictionary of Greek
υποκαθίημι — ΜΑ 1. (μτβ.) αφήνω κάτι να πέσει σιγά σιγά, σταδιακά 2. (αμτβ.) κατηφορίζω σιγά σιγά αρχ. 1. (σχετικά με το γένι) αφήνω να μεγαλώνει 2. μτφ. υποκινώ κάποιον προς κάτι, προτρέπω 3. μέσ. ὑποκαθίεμαι α) αφήνω κάποιον ή κάτι και φεύγω, ξεχνώ κάπου ή… … Dictionary of Greek